Αν θα μπορούσε ποτέ ένα επίθετο να χαρακτηρίσει τον Φερνάντο Μοριέντες, ως προς τη σχέση του με τα δίχτυα των αντιπάλων, όταν έπαιζε, αυτό μάλλον θα ήταν το «συνεπής». Γεννημένος στις 5 Απριλίου του 1976 στη Νότια Ισπανία, στο Σιλέρος της Εξτρεμαδούρα, ο παλαίμαχος Ισπανός επιθετικός, θα μπορούσε να θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων επιθετικών της εποχής του, αν δεν έπεφτε θύμα των περιστάσεων, ειδικά κατά τη θητεία του στη Ρεάλ Μαδρίτης.
Ξεκίνησε από την Αλμπαθέτε, με την οποία έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο και στη συνέχεια μεταγράφηκε στη Σαραγόσα το 1995. Οι καλές εμφανίσεις με 28 γκολ σε 66 παιχνίδια στην Λα Λίγκα, κίνησαν το ενδιαφέρον της Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία τον έκανε δικό της το καλοκαίρι του 1997, έναντι περίπου 6.5 εκατομμυρίων ευρώ.
Από εκείνο το σημείο και μετά, αρχίζει η γεμάτη ανατροπές σχέση του Μοριέντες με τη «Βασίλλισα». Παρότι υπήρξαν περίοδοι που θεωρούνταν βασικός και κινητήριο γρανάζι για τη Ρεάλ, κάποιες φορές οι συγκυρίες και κάποιες η παθολογική ανάγκη της Ρεάλ να ενισχύεται συνέχεια, ειδικά στην επιθετική γραμμή, τον έφεραν στην πόρτα της εξόδου.
Αυτό έγινε σταδιακά. Από τη στιγμή που αποκτήθηκε, είχε να παλέψει για θέση στην επίθεση με τον Πρέντραγκ Μιγιάτοβιτς και τον Νταβόρ Σούκερ, ενώ γρήγορα άρχισε να ξεχωρίζει κι ένας ακόμη πιτσιρικάς από την ακαδημία της Ρεάλ, που τότε ξεκινούσε να κάνει τα πρώτα βήματά του ως επαγγγελματίας, κάποιος Ραούλ.
Κι όμως, ακόμη κι όταν έφυγαν οι δύο παίκτες από την Πρώην Γιουγκοσλαβία, η Ρεάλ φρόντισε να αποκτήσει τον 19χρονο Νικολά Ανελκά, ο οποίος άλλαζε ήδη την τρίτη φανέλα ομάδας από τις συνολικά 12 που άλλαξε στην καριέρα του. Ως και αυτό το σημείο, ο Μοριέντες έχει αρκετά κεντρικό ρόλο, αφού σχηματίζουν ένα πολύ δυναμικό δίδυμο με τον Ραούλ στην επίθεση της Ρεάλ, αφήνοντας σταδιακά τον Γάλλο εκτός.
Ώσπου, το καλοκαίρι του 2002, με τη Ρεάλ να έχει μπει για τα καλά στο στην εποχή των «Galacticos», ο Βραζιλιάνος Ρονάλντο, το «Φαινόμενο», καταφθάνει στη Μαδρίτη για να αγωνιστεί στη Ρεάλ. Από εκείνο το σημείο και μετά, η κλεψύδρα του Μοριέντες στην πρωτεύουσα παίρνει να αδειάζει.
Μένει και την επόμενη σεζόν στους Μαδριλένους, έχοντας όμως σαφώς μειωμένο χρόνο συμμετοχής. Το καλοκαίρι του 2003, έρχεται η ώρα της πρώτης αποχώρησης. Πηγαίνει δανεικός στη Μονακό μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, πιστεύοντας πως έχει πράγματα να δώσει και να αποδείξει με τους Μονεγάσκους.
Κι επειδή η μπάλα είναι άτιμο πράγμα, εκείνη τη χρονιά ο Μοριέντες, αλλά κι η Ρεάλ Μαδρίτης θα τη θυμούνται για χρόνια. Ο Ισπανός κάνει τρομερές εμφανίσεις, ειδικά στο Τσάμπιονς Λιγκ κι η μοίρα φέρνει αντιμέτωπες τη Ρεάλ και τη Μονακό στα προημιτελικά του θεσμού.
Πρώτο παιχνίδι στη Μαδρίτη, με νίκη των Ισπανών με 4-2 και τον Μοριέντες να πετυχαίνει το δεύτερο γκολ της ομάδας του. Θα βρει ξανά το δρόμο προς τα δίχτυα και στη ρεβάνς του Μονακό, οδηγώντας την ομάδα του στη νίκη – πρόκριση με 3-1 και τελικά μέχρι και τον τελικό της διοργάνωσης, όπου ηττήθηκε με 3-0 από την Πόρτο του Μουρίνιο.
Μετά την εκπληκτική χρονιά του με τη Μονακό, ο Μοριέντες δείχνει αποφασισμένος να επιστρέψει στην ενδεκάδα της Ρεάλ και παραμένει στη «Βασίλισσα» μετά το δανεισμό του, παρά το ενδιαφέρον που υπήρξε από αρκετές ομάδες. Μάλλον όμως είχε υπολογίσει χωρίς τον ξενοδόχο, αφού η Ρεάλ, που συνέχιζε τις τρέλες τα καλοκαίρια, αποκτά το «Χρυσό» παιδί του Αγγλικού ποδοσφαίρου, τον Μάικλ Όουεν από τη Λίβερπουλ, φέρνοντας ακόμη έναν «Galactico», ο οποίος βέβαια πέρασε και δεν ακούμπησε, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Ο χρόνος συμμετοχής δε φτάνει ούτε για ζήτω στη Ρεάλ, οπότε το Γενάρη του 2005, φτάνει η ώρα για την οριστική του αποχώρηση από την ομάδα. Προορισμός του, η Λίβερπουλ, στην οποία μεταγράφεται έναντι περίπου 9,5 εκατομμυρίων ευρώ και θέτει ψηλά τον πήχη με τους «Κόκκινους».
Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως ο Μοριέντες ουδέποτε ταίριαξε στη Λίβερπουλ. Παρότι ήταν μέλος της ομάδας που κέρδισε το Τσάμπιονς Λιγκ το 2005 στην Κωνσταντινούπολη, ο Μοριέντες δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση κι ως εκ τούτου, δεν υπάρχει πουθενά στον δρόμο της τρελής κατάκτησης από την ομάδα του Μέρσισαϊντ. Κέρδισε το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και το κύπελλο Αγγλίας την επόμενη χρονιά και το 2006 πήρε το δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα.
Η Βαλένθια ήταν ο προορισμός του, όπου ο Μοριέντες βρήκε ξανά τον εαυτό του. Συνθέτει ένα ολοκληρωμένο δίδυμο με τον Νταβίντ Βίγια, «γράφοντας» 97 συμμετοχές και 33 γκολ με τη φανέλα των «Νυχτερίδων», κερδίζοντας και το κύπελλο του 2008. Στη Βαλένθια έκατσε για τρία χρόνια, μέχρι το καλοκαίρι του 2009 που αφέθηκε ελεύθερος.
Υπογράφει στη Μαρσέιγ, όπου ξανασμίγει με τον Ντιντιέ Ντεσάμπ, που ήταν προπονητής του στη Μονακό και η Μαρσέιγ κατακτά ξανά το πρωτάθλημα Γαλλίας, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια. Παρότι πήγε με προσδοκίες στους Μαρσεγέζους, ο Μοριέντες δεν τις δικαιώνει, αφού κινείται σε ρηχά νερά, με 13 συμμετοχές και 2 μόλις γκολ εκείνη τη χρονιά.
Το καλοκαίρι του 2010 μένει ελεύθερος και ανακοινώνει την απόσυρσή του από την ενεργό δράση. Επιστρέφει στο ερασιτεχνικό της Ισπανίας για την Σάντα Άννα για 3 ματς το 2015 και σήμερα είναι προπονητής, έχοντας θητεύσει στις χαμηλές κατηγορίες της Ισπανίας και στις ακαδημίες της Ρεάλ.
Πραγματικά, πόσο διαφορετική θα μπορούσε να ήταν η διαδρομή αυτού του παικταρά, αν η Ρεάλ δε του έφερνε κάθε καλοκαίρι κι άλλον ανταγωνιστή για να πουλήσει φανέλες; Έστω κι έτσι όμως, 3 μετάλλια πρωταθλητή ευρώπης με τη Ρεάλ, 2 πρωταθλήματα Ισπανίας, κύπελλα και διακρίσεις σχεδόν παντού, δε τη λες κι άσχημη συγκομιδή.
Χρόνια πολλά τεράστιε Φερνάντο!